- αχτιδωτός
- αχτιδωτός, -ή, -ό και αχτινωτός, -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που είναι διαταγμένος κατά αχτίνες: Το αρχαίο θέατρο απλωνόταν μπροστά μας αχτινωτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.